Sidebar

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

19
Παρ, Απρ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

ΘΕΜΑ:   Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας ΕΔ

 

ΣΧΕΤ.:   α.   Ν.2690/1999 (ΦΕΚ Α΄ 45, «Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας»)

              β.   Ν.3883/2010 (ΦΕΚ Α΄ 167, «Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων Θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας και συναφείς διατάξεις.»)

              γ.   Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (2016/C 202/02)

              δ.   Ν.4609/2019 (ΦΕΚ Α΄ 67, «Ρυθμίσεις Μέριμνας Προσωπικού Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας, Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις»)

              ε.   ΠΔ 48/2022 (ΦΕΚ Α΄ 120, «Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας Ενόπλων Δυνάμεων»)

 

  1. Προσφάτως δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ ο Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας ΕΔ [ως (ε) σχετικό] στο πλαίσιο μιας μείζονος υποχρέωσης που βρισκόταν σε εκκρεμότητα από το 2010 [ως παρα.53 του (β) σχετικού].

 

  1. Από την ενδελεχή ανάγνωση του Κανονισμού, δυστυχώς, δεν μείναμε ικανοποιημένοι και θεωρούμε ότι ελάχιστα από τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το προσωπικό θα επιλυθούν. Το γεγονός αυτό δείχνει να επιβεβαιώνεται από τις διαμαρτυρίες που έχουν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν στην Ένωση μας από στελέχη του ΠΝ.

 

  1. Αν και ο Κανονισμός δεν έχει αρχίσει καν να εφαρμόζεται, ήδη έχει καλλιεργήσει την αίσθηση ότι δεν πρόκειται να συμβάλλει πραγματικά στη διατήρηση της πειθαρχίας και ακόμα χειρότερα στην απόδοση Δικαιοσύνης. Εν λόγω αίσθηση εδράζεται στο γεγονός ότι, μεγάλο μέρος του Κανονισμού ουσιαστικά αναπαράγει τις υφιστάμενες διοικητικές διαδικασίες που επί σειρά ετών δημιουργούν σοβαρά προβλήματα διοικητικής, σταδιοδρομικής και οικονομικής φύσεως στο προσωπικό.

 

  1. Ως έχουμε διαπιστώσει από την επικοινωνία στελεχών του ΠΝ με την Ένωσή μας, η καρδιά όλων των προβλημάτων περιστρέφεται γύρω από την έλλειψη του περί Δικαίου αισθήματος, γεγονός που δείχνει να οδηγεί σε μία ολοένα αυξανόμενη έλλειψη πίστης προς τη Διοίκηση.

 

  1. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο υφιστάμενος γραφειοκρατικός μηχανισμός που έχει φέρει κατ’ επανάληψη σε απόγνωση και δυσχερή θέση τις/ους συναδέλφους μας, παρουσιάζει σοβαρά εγγενή προβλήματα. Αν και η δίκαιη και αμερόληπτη κρίση είναι υποχρέωση των Διοικούντων [ως άρθρο 7, (α) σχετικού], αποτελεί σύνηθες φαινόμενο πολλά στελέχη του ΠΝ να αναγκάζονται να απευθυνθούν στα Δικαστήρια, όπου και δικαιώνονται. Το γεγονός ότι Διοικητικά Δικαστήρια ακυρώνουν διοικητικές πράξεις προκαλεί εντύπωση.

 

  1. Εντούτοις, είμαστε πεπεισμένοι ότι ο όλος μηχανισμός δεν μπορεί να θεραπεύσει τα εγγενή προβλήματά του άρα είναι οξύμωρο να τα βλέπουμε να επανέρχονται στο νέο Κανονισμό Πειθαρχίας, που, προφανώς, προορίζεται να μείνει για πολλά χρόνια. Θεωρούμε δε, ότι ακριβώς αυτά τα εγγενή προβλήματα ήταν ο λόγος που με το (δ) σχετικό συστάθηκαν τα Γραφεία Νομικής Προστασίας Στελεχών (Γ.ΝΟ.Π.Σ.), πρόνοια που, δυστυχώς, όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αλλά επιχειρείται να οδεύσει προς οριστική κατάργηση.

 

  1. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται στον Κανονισμό είναι ορατά ακόμα και κατά την πρώτη ανάγνωσή του, τα οποία εκτιμούμε ότι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν είχε προηγηθεί διαβούλευση επί του κειμένου. Ενδεικτικά παραθέτουμε μερικά εξ αυτών:

 

              α.   Στην περίπτωση έκδοσης αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή απαλλακτικού βουλεύματος η πειθαρχική διαδικασία δύναται να επαναληφθεί είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως του θιγόμενου εντός προθεσμίας (άρθρο 3, παρα.3). Θεωρούμε ότι το λιγότερο που μπορεί να πράξει (από ηθικής απόψεως) η Υπηρεσία σε μια τέτοια περίπτωση, είναι να κινεί τη σχετική διαδικασία υποχρεωτικά αυτεπαγγέλτως.

 

              β.   Διατηρείται η ελάχιστη προθεσμία υποβολής απολογίας των τριών (3) ημερών (άρθρο 5, παρα.2α), που έχει αποδειχθεί ότι χρησιμοποιείται ως κανόνας, παρέχοντας μη ικανοποιητικό χρονικό διάστημα στα εγκαλούμενα στελέχη να οργανώσουν μια ορθά δομημένη απολογία. Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίον η εν λόγω προθεσμία να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες.

 

              γ.   Αν και ο εγκαλούμενος έχει το δικαίωμα να αιτηθεί τη χορήγηση όλων των εγγράφων που τον αφορούν [συνδυαστικά από το άρθρο 5, παρα.7 και το άρθρο 5 του (α) σχετικού], εντούτοις μας έχουν γνωστοποιηθεί περιπτώσεις όπου τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 15 του Κανονισμού είναι πιθανό να προκύψουν κολλήματα ως προς τη χορήγηση εγγράφων που εμπεριέχονται σε ΕΔΕ. Το γεγονός ότι η ΕΔΕ πρέπει να έχει περατωθεί προκειμένου να μπορεί να διεκπεραιωθεί η χορήγηση εγγράφων, δείχνει να επιβεβαιώνει τα ανωτέρω.

 

              δ.   Σύμφωνα με τα ισχύοντα [ως άρθρο 40, παρα.12 του (β) ομοίου] η προθεσμία για την υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής υπολογίζεται από την επομένη που ο ενδιαφερόμενος έλαβε νομίμως γνώση της διοικητικής πράξης. Στο άρθρο 50, παρα.3 του Κανονισμού η ημέρα γνωστοποίησης ενσωματώνεται στην προθεσμία, μειώνοντας κατά μία (1) ημέρα το συνολικό χρονικό διάστημα, γεγονός που υποδηλώνει θεσμοθέτηση εχθρικής στάσης της Διοίκησης έναντι των ενδιαφερομένων.

 

              ε.   Σύμφωνα με τα ισχύοντα, ο α’ βαθμός εξέτασης των παραπόνων εξακολουθεί να είναι η Αρχή που επέβαλε την ποινή, γεγονός που καθιστά σχεδόν απίθανη την αναθεώρηση/ακύρωση της ποινής που έχει (η ίδια) επιβάλει (άρθρο 51, παρα.3). Επισημαίνεται ότι, στις περιπτώσεις εκχώρησης εξουσίας (πχ στον Υποδιοικητή) το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο βαθμό, γεγονός που καθιστά την όλη διαδικασία προβληματική αφού ουσιαστικά ακυρώνει στην πράξη έναν έως δύο βαθμούς εξέτασης της προσφυγής.

 

  1. Εντούτοις, ένα από τα κυριότερα προβλήματα φέρεται να σχετίζεται με τις προθεσμίες, η τήρηση των οποίων εξετάζεται και στα Διοικητικά Δικαστήρια. Ειδικότερα διαπιστώνονται τα κάτωθι:

 

              α.   Σύμφωνα με το άρθρο 50, παρα.3 ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση της επιβληθείσας ποινής. Παρομοίως, το ίδιο χρονικό διάστημα ισχύει και για την περίπτωση απορριπτικής απάντησης σε β΄ ή γ΄ βαθμό.

 

              β.   Σύμφωνα με το άρθρο 51, παρα.7, οι προθεσμίες για απάντηση είναι δέκα (10) ημέρες για τον α΄ βαθμό και από είκοσι (20) ημέρες για το β΄ και γ΄ βαθμό, από την ημέρα που θα περιέλθει σε αυτούς η προσφυγή του στελέχους.

 

              γ.   Ωστόσο, στην περίπτωση που δεν υπάρξει απάντηση σε υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής κατά επιβληθείσας ποινής μέσα σε διάστημα πενήντα (50) ημερών (άρθρο 51, παρα.10), παρέχεται η δυνατότητα αιτιολογημένης υπέρβασης ιεραρχίας.

 

              δ.   Σύμφωνα με το άρθρο 48, παρα.2, στην περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη στοιχείων που δεν συνεκτιμήθηκαν κατά την επιβολή ποινής, μπορεί να λάβει χώρα επανεκτίμηση αυτής και μείωση, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών.

       

  1. Συναφώς των ανωτέρω, γίνεται εξαρχής αντιληπτό ότι ο Κανονισμός Πειθαρχίας είναι δομημένος με τρόπο τέτοιο που μετά βεβαιότητας δεν θα μπορέσει να θεραπεύσει τα υφιστάμενα προβλήματα, με κυριότερο αυτό της διοικητικής αυθαιρεσίας, από την οποίαν πηγάζει πλήθος άλλων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής:

 

              α.   Δεν αντιμετωπίζεται το σοβαρό πρόβλημα όπου η κλήση σε απολογία εκλαμβάνεται από τη Διοίκηση ως «αποδεικτικό μέσον» κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 40 (παρα.7) του (β) ομοίου. Το άρθρο 5, παρα.2 του Κανονισμού το οποίο ανακυκλώνει το προαναφερθέν άρθρο του ν.3883/2010, είναι βέβαιο ότι θα διαιωνίσει τα προβλήματα.

 

              β.   Σε κανένα σημείο δεν υφίσταται, έστω μία, πρόβλεψη που να προστατεύει το προσωπικό των ΕΔ από την κατάχρηση εξουσίας (πειθαρχικής και μη), η οποία αποτελεί το μείζον πρόβλημα και η οποία (κατάχρηση) μόνο καταγράφεται ως μια ακόμα πειθαρχική παράβαση στον σχετικό κατάλογο [άρθρο 8, παρα.1α(2) του Κανονισμού].

 

              γ.   Μας έχουν αναφερθεί τεκμηριωμένες περιπτώσεις διενέργειας Ε.Δ.Ε. των οποίων τα πορίσματα δεν στηρίζονταν από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία κι όμως προκλήθηκε πειθαρχικός έλεγχος στρατιωτικών (άρθρο 13, παρα.2). Ο Κανονισμός δεν παρέχει καμία διασφάλιση προς τα στελέχη που θα βρεθούν εκτεθειμένα σε τέτοιες περιπτώσεις αυθαιρεσίας.

 

              δ.   Παραμένει η υφιστάμενη δομή εξέτασης των ενδικοφανών προσφυγών όπου ο α΄ βαθμός είναι η Αρχή που επέβαλε την ποινή, με αποτέλεσμα να θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να παρουσιάζονται περιπτώσεις όπου η υπόθεση δεν θα φτάνει ποτέ στον βαθμό εξέτασης που θα μπορούσε να επιλυθεί (πχ σε επίπεδο Υ/ΓΕΝ).

 

              ε.   Δεν υφίσταται καμία πρόνοια αποκατάστασης (ηθικής ή οικονομικής) των στελεχών που υπέστησαν αποδεδειγμένα (δηλ. με απόφαση Δικαστηρίων) οποιασδήποτε μορφής κατάχρηση εξουσίας. Το δίκιο τους θα πρέπει να διεκδικηθεί στα αστικά Δικαστήρια και μόνο.

 

              στ.  Ο μηχανισμός δεν διαφαίνεται να παρέχει ελεγκτικούς μηχανισμούς που να διασφαλίζουν το αναφαίρετο δικαίωμα στη χρηστή Διοίκηση, όπως το άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ ορίζει [βλ. (γ) σχετικό].

 

              ζ.   Ενώ ο Κανονισμός περιγράφει ενδελεχώς όλες τις προθεσμίες που αφορούν κάθε περίπτωση και με δεδομένο ότι το στέλεχος που δεν θα τις τηρήσει, προφανώς, χάνει κάθε περαιτέρω δικαίωμα με αποτέλεσμα η ποινή να καθίσταται διοικητικώς αμετάκλητη, δεν φαίνεται να υπάρχει αντίστοιχη μέριμνα υπέρ του στελέχους που θα βρεθεί αντιμέτωπο με τη μη τήρηση των προθεσμιών από πλευράς Διοικήσεως.

 

  1. Από τα προαναφερθέντα, θεωρούμε ότι προκύπτει μια ξεκάθαρη αδυναμία να διασφαλιστούν η καλή πίστη και η εμπιστοσύνη του διοικούμενου. Δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση η διαρκώς αυξανόμενη επικοινωνία στελεχών του ΠΝ με την Ένωσή μας, προκειμένου να μεταφέρουν τέτοιου είδους προβλήματα. Θεωρούμε δε, ότι το γεγονός αυτό πρέπει να προβληματίσει όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας του ΠΝ (και όχι μόνο).

 

  1. Παράλληλα, προκύπτουν μερικά (ενδεικτικά) πολύ σοβαρά ερωτήματα που χρήζουν απάντησης:

 

              α.   Υπενθυμίζουμε ότι, με το (δ) όμοιο [άρθρο 15, παρα.8] έχει αναγνωριστεί η πιθανότητα κακοδιοίκησης ή παραβάσεων ατομικών δικαιωμάτων. Άραγε έχει διερευνηθεί, όπως προβλέπει ο νόμος, ο αριθμός των σχετικών υποθέσεων, λαμβανομένου υπόψιν ότι όλα αυτά τα χρόνια στελέχη του ΠΝ, πιθανώς δε και στο σύνολο των ΕΔ, έχουν δικαιωθεί στα Διοικητικά Δικαστήρια;

 

              β.   Πως διασφαλίζει ο Κανονισμός ότι το «αποδεικτικό υλικό» που τεκμηριώνει την πειθαρχική παράβαση, αποτελείται όντως από στοιχεία και όχι από εικασίες που συνδέονται με λογικά άλματα ή υπόνοιες;

 

              γ.   Τι μηχανισμούς προστασίας των στελεχών έχει η Υπηρεσία για τις περιπτώσεις απόκρυψης ή χειραγώγησης στοιχείων σε διενεργούμενη Ε.Δ.Ε. προκειμένου να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα πειθαρχικού ελέγχου;

 

              δ.   Είναι δυνατόν Διοικητής (β΄ βαθμός) να γνωμοδοτήσει κατά απόφασης επιβολής ποινής του Υποδιοικητή του (α΄ βαθμός) και ο μηχανισμός αυτός να θεωρείται ότι μπορεί να αποδώσει Δικαιοσύνη;

 

              ε.   Ειδικώς επί των προθεσμιών:

 

                    (1)  Πως είναι δυνατόν το διάστημα για υπέρβαση ιεραρχίας να ορίζεται σε πενήντα (50) ημέρες, όταν οι αντίστοιχες προθεσμίες για απάντηση από κάθε βαθμό εξέτασης είναι πολύ χαμηλότερα [δέκα (10), είκοσι (20) και είκοσι (20) αντίστοιχα]; Για ποιον λόγο το στέλεχος δεν έχει δικαίωμα υπέρβασης ιεραρχίας την ενδέκατη και εικοστή πρώτη ανά περίπτωση μέρα;

 

                    (2)  Τι ισχύει στην περίπτωση που, μετά από εμπρόθεσμη ενδικοφανή προσφυγή του στελέχους υποβληθούν προς συνεκτίμηση στον α΄ βαθμό ελαφρυντικά στοιχεία τέτοια που να δικαιολογούν μείωση της ποινής, αλλά η απάντηση δεν δοθεί εντός δέκα (10) ημερών και η μείωση της ποινής δεν λάβει χώρα εντός τριάντα (30) ημερών; Σε μια τέτοια περίπτωση που το στέλεχος οφείλει να περιμένει τη συμπλήρωση πενήντα (50) ημερών προκειμένου να απευθυνθεί στον επόμενο βαθμό, πως μπορεί να τεκμηριώσει σε ένα Διοικητικό Δικαστήριο ότι οι προθεσμίες υποβολής έχουν τηρηθεί;

 

                    (3)  Για ποιον λόγο παρέχονται στη Διοίκηση τόσο μεγάλα περιθώρια απάντησης και μάλιστα από την ημέρα που θα παραληφθεί η ενδικοφανής προσφυγή, όταν για το στέλεχος οι προθεσμίες είναι ιδιαίτερα πιεστικές; Πως διασφαλίζεται η τάχιστη δυνατή διεκπεραίωση των ενδικοφανών προσφυγών προς τον επόμενο βαθμό εξέτασης, ώστε να μην παρέρχεται χρονικό διάστημα που να δύναται να προκαλέσει βλάβη στο στέλεχος; Ενδεικτικά αναφέρουμε την αρνητική επίδραση στην επετηρίδα μοριοδότησης που μπορεί να επιφέρει έως και μετάθεση, μέχρι την οριστική δικαίωση του στελέχους.

 

                    (4)  Τι είδους πρόνοια παρέχει ο υπόψιν Κανονισμός σε ένα στέλεχος του ΠΝ που λαμβάνει γνώση επιβληθείσας ποινής και αμέσως μετά φεύγει σε αποστολή εκτός έδρας (εάν υπηρετεί σε Υπηρεσία στεριάς) ή σε πλου (αν υπηρετεί σε Π. Πλοίο), όπου οι προθεσμίες τρέχουν αλλά το στέλεχος δεν μπορεί να συμβουλευτεί μια εξειδικευμένη γνώμη για το θέμα του; Πως μπορεί ένα στέλεχος να απαντήσει τεκμηριωμένα στο αποδεικτικό υλικό που του έχει προσκομιστεί όταν απουσιάζει για εκτέλεση υπηρεσίας;

 

  1. Είμαστε βέβαιοι ότι οι περισσότερες εκ των προαναφερθεισών επισημάνσεων θα μπορούσαν να επιλυθούν σε επίπεδο Γ.ΝΟ.Π.Σ., ωστόσο όπως προαναφέραμε η σχετική ευεργετική πρόνοια δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Υπενθυμίζουμε ότι, προ εβδομάδων υπήρξε σε ΜΜΕ που ασχολούνται με το στρατιωτικό ρεπορτάζ «διαρροή» του πολυαναμενόμενου νομοσχεδίου μέριμνας του ΥΠΕΘΑ (η οποία δυστυχώς δεν διαψεύστηκε), το οποίο φέρεται να προωθεί (μεταξύ άλλων) την κατάργηση των εν λόγω Γραφείων. Συναφώς τούτων, πλέον δεν θεωρούμε τυχαίο ή συμπτωματικό το γεγονός ότι ο νέος Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας δεν αναφέρει πουθενά τη δυνατότητα των στελεχών να καταφεύγουν σε αυτά: είναι προφανές ότι για την Ηγεσία του ΥΠΕΘΑ τα Γ.ΝΟ.Π.Σ. δεν υπήρξαν ποτέ.

 

  1. Επισημαίνουμε δε, ότι η ταλαιπωρία δεν σταματάει στα Δικαστήρια: μέχρι τη στιγμή της δικαίωσης που μπορεί να επέλθει ακόμα και μετά από δύο ή τρία έτη, είναι πιθανό να προκύψουν άλλες σταδιοδρομικές «παρενέργειες» (πχ μετάθεση λόγω χαμηλότερης μοριοδότησης στο πλαίσιο λόγω αφαίρεσης μορίων, καθυστέρηση προαγωγής κλπ).

 

  1. Η Διοίκηση μπορεί έχει επιλέξει να κωφεύει στην κραυγή αγανάκτησης των στρατιωτικών που αναγκάζονται να προσφεύγουν σε Διοικητικά Δικαστήρια για να βρουν το δίκιο τους, ένα δίκιο που τους στερεί η Υπηρεσία, όμως οι στρατιωτικοί που δικαιώνονται δεν ξεχνούν. Τα υπέρογκα ποσά που δαπανώνται σε δικαστήρια για να ακυρώσουν μια άδικη διοικητική πράξη, στερούνται από τον οικογενειακό ή προσωπικό προϋπολογισμό.

 

  1. Υπενθυμίζουμε ότι στο παρελθόν έχουν υπάρξει περιπτώσεις στελεχών που στοχοποιήθηκαν και τέθηκαν αντιμέτωπα με τέτοιες διαδικασίες προκειμένου να «τιμωρηθούν» για λόγους που δύνανται να χαρακτηριστούν έως και εκδικητικοί. Ο νέος Κανονισμός δεν φαίνεται να μπορεί να προστατέψει τα στελέχη από τέτοιες περιπτώσεις.

 

  1. Επικουρικά με τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι ο Κανονισμός όχι μόνο δεν διαπνέεται από θεμελιώδεις Αξίες του Ευρωπαϊκού και του Διοικητικού Δικαίου, αλλά θα αποδειχθεί στην πορεία ότι είναι δομημένος με τρόπο τέτοιο που θα «βάζει πλάτη» στη διαιώνιση της διοικητικής αυθαιρεσίας εις βάρος των στελεχών. Ενδεικτικά υπενθυμίζουμε τα εξής:

 

              α.   Σύμφωνα με τη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρ.41, παρ.2, περί Χρηστής Διοικήσεως), «Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως: (γ) την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.»

 

              β.   Σύμφωνα με τον Οδηγό Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς του Συνηγόρου του Πολίτη (2012) αναφορικά με την Αρχή της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης (σελ.42) «Η αρχή αυτή είναι συγγενής προς την αρχή της καλής πίστης. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστης, όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τις προσδοκίες που η ίδια έχει δημιουργήσει στον πολίτη. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, η διοίκηση λειτουργεί κακόπιστα, όταν λ.χ. αίρει εκ των υστέρων, αιφνιδίως ή χωρίς προειδοποίηση, κίνητρα που προέβλεψε ο νόμος για να προκαλέσει ορισμένη συμπεριφορά του πολίτη ή όταν η συμπεριφορά της ίδιας αντίκειται σε υποσχέσεις ή επίσημες πληροφορίες των αρμοδίων αρχών ή πληροφορίες την χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόμος.»

 

              γ.   Σύμφωνα με τη νομολογία αναφορικά με την Αρχή της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης και τη χρηστή διοίκηση «Η αρχή της χρηστής διοίκησης υποχρεώνει τα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους με βάση το εν γένει περί δικαίου αίσθημα, με αναλογικότητα και επιείκεια και στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας, ούτως ώστε να αποφεύγονται άδικες για το διοικούμενο λύσεις. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η δημόσια διοίκηση οφείλει να διευκολύνει τους διοικούμενους να προστατεύουν τα συμφέροντά τους και να απολαμβάνουν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοίκησης, τα διοικητικά όργανα οφείλουν να ασκούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές τους, να λειτουργούν με διαφάνεια, να ενημερώνουν τον διοικούμενο για τα δικαιώματα του και να διασφαλίζουν την απόλαυση ποιοτικών υπηρεσιών από τους πολίτες (Ευστρατίου 2014). Από τη συνταγματική προστασία της προσωπικότητας (άρθρο 5 §1 Σ), την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της ασφάλειας του δικαίου απορρέει η δικαιολογημένη (ή προστατευόμενη) εμπιστοσύνη του διοικούμενου. Στο πλαίσιο της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του, ο διοικούμενος αναμένει εύλογα τη διατήρηση της σταθερότητας και προβλεψιμότητας των πραγματικών και νομικών καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί από το νομοθέτη, ούτως ώστε να αξιώνει την μη αιφνίδια και απρόβλεπτη μεταβολή τους.» [«Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο», σελ.24, (Χ. Ακριβοπούλου – Χ. Ανθόπουλος)].

 

  1. Ενθυμούμαστε ότι κατά το παρελθόν έχουν εκδοθεί οδηγίες αυστηρής τήρησης των προβλέψεων περί την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου. Είναι προφανές ότι είχαν διαπιστωθεί προβλήματα επί τού θέματος και επιχειρείτο να διασφαλιστεί θεσμικά η δίκαιη και αμερόληπτη κρίση [άρθρο 7, (α) σχετικού], η οποία είναι υποχρέωση της Διοίκησης.

 

  1. Η επιβολή ποινών επηρεάζουν κάθε έκφανση της καθημερινότητας των στελεχών με τρόπο γραμμικό: δυσμενείς αξιολογήσεις που βασίζονται σε επιβολές ποινών δύναται να επιφέρουν δυσμενείς μεταθέσεις και πρόβλημα στις προαγωγές άρα συνακόλουθα και στο μισθολόγιο. Όταν, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η επιβολή ποινής ήταν εσφαλμένη, το στέλεχος έχει ήδη υποστεί βλάβη που, συχνά, δεν δύναται να αποκατασταθεί. Σε αυτή τη θεσμοθετημένη αδικία, η εμπειρία έχει δείξει πως, όσοι Διοικούντες δεν τηρούν τις σχετικές πρόνοιες δεν ελέγχονται από τα προϊστάμενα κλιμάκια, κάτι που επιβεβαιώνει και ο νέος Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας διά της απουσίας σχετικής πρόνοιας.

 

  1. Δυστυχώς, εκφράζουμε την ανησυχία ότι το εν λόγω θεσμικό κείμενο αντί να ενθαρρύνει το προσωπικό να πειθαρχεί διά της πειθούς όπως το άρθρο 1302 των Διατάξεων του Ναυτικού ορίζει, θα αυστηροποιήσει την τιμωρητική εφαρμογή των μηχανισμών τήρησης της πειθαρχίας διά της επιβολής. Με αυτόν τον τρόπο θα αποξενώσει την έννοια του εκπαιδευτικού χαρακτήρα της ποινής που προέβλεπε το άρθρο 1702 (παρα.4) των ΔΝ και συνακόλουθα θα συνδράμει στην επέκταση του υφιστάμενης έλλειψης αισθήματος Δικαίου στο προσωπικό του ΠΝ (και κατ’ επέκταση των ΕΔ) που ήδη παρατηρείται.

 

  1. Όσον αφορά την κατάχρηση εξουσίας με όλες τις υποπεριπτώσεις της, θεωρούμε ότι αυτή δεν μπορεί να είναι μια ακόμα υποπερίπτωση σε ένα κατάλογο· όφειλε να είναι ξεχωριστό άρθρο, αν όχι κεφάλαιο του Κανονισμού.

 

  1. Από τις, συνήθως αιτιολογημένες, διαμαρτυρίες που διαρκώς φτάνουν στην Ένωσή μας από στελέχη του ΠΝ είμαστε στη δυσάρεστη θέση να συμπεράνουμε ότι έχει διαρραγεί η αρχή της χρηστής διοίκησης και η αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Στο προσωπικό του ΠΝ έχει δημιουργηθεί μια, όχι αναίτια εντύπωση, ότι αμφότερες οι θεμελιώδεις Αρχές του Διοικητικού Δικαίου εξοβελίστηκαν κατά το παρελθόν από το Πειθαρχικό Δίκαιο των ΕΔ δίχως αυτό να γίνει αντιληπτό. Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξη χρηστής διοίκηση με στελέχη που δικαιώνονται κατά αιτιολογημένων ή αναιτιολόγητων αποφάσεων αυτής σε Διοικητικά Δικαστήρια; Η απαίτηση των στελεχών του ΠΝ, η απόδοση Δικαιοσύνης να ξεκινάει μαζί με την πειθαρχική Διαδικασία και να αποδίδεται εντός αυτής, δεν είναι παράλογη.

 

  1. Από τα προαναφερθέντα θεωρούμε ότι προκύπτει ξεκάθαρα πως, ο Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας ΕΔ θα διαιωνίσει τα υφιστάμενα προβλήματα αντί να τα επιλύσει, διότι δεν φέρεται να ελήφθησαν υπόψιν τα εμπειρικά/στατιστικά δεδομένα σχετιζόμενων υποθέσεων. Αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν λειτουργούσαν τα Γ.ΝΟ.Π.Σ.. Συναφώς εκτιμούμε ότι δεν υφίσταται λόγος υποβολής προτάσεων τροποποίησής του στην παρούσα φάση, διότι δεν έχει καν αρχίσει να εφαρμόζεται, αν και αναμένουμε να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα. Δεσμευόμαστε, ωστόσο, να υποβάλλουμε τις προτάσεις μας εν ευθέτω χρόνω.

 

  1. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η μόνη ρεαλιστική και δίκαιη λύση για την αντιμετώπιση όλων των ανωτέρω θεμάτων που τέθηκαν είναι:

 

              α.   η άμεση εφαρμογή της υφιστάμενης πρόνοιας των Γ.ΝΟ.Π.Σ. [ως άρθρο 15 του (δ) σχετικού] και την εγκατάλειψη κάθε σκέψης για κατάργησή τους.

 

              β.   η θεσμοθέτηση διοικητικών και ποινικών μηχανισμών κατάλληλων για την αντιμετώπιση κάθε περιστατικού κατάχρησης εξουσίας με βάση την επεξεργασία των πορισμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 15, παρα.8 του ιδίου. Οι Διοικούντες πρέπει να αισθανθούν ότι είναι εξίσου ελεγχόμενοι και όχι ότι μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα.

 

     24. Παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή πληροφορία.

046. Διακλαδικός Κανονισμός... by Dimitris Meth